ασβός

ασβός
Θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων, της οικογένειας των μουστελιδών. Έχει συνολικό μήκος 80 εκ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά. Ο α. έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 30 εκ. Το κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια, μικρά μάτια και ακουστικά πτερύγια λίγο πλατιά και στρογγυλωπά. Ο κορμός του είναι χοντρός, τα άκρα του κοντά και ισχυρά και έχει πέντε δάχτυλα εφοδιασμένα με μακριά νύχια, λίγο κυρτά, κατάλληλα για σκάψιμο. Το δέρμα του καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα, που είναι πολύ μακρύ στην ουρά. Ο α. είναι αρκετά κοινό ζώο στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας. Κατοικεί στις ορεινές δασώδεις περιοχές και ζει μόνος του. Σε μέρη προφυλαγμένα σκάβει μια ευρύχωρη φωλιά, η οποία αποτελείται από μια κύρια στοά, μήκους μερικών μέτρων, με διάφορους μικρούς διαδρόμους, που χρησιμεύουν για τον αερισμό της κύριας στοάς και ως έξοδος κινδύνου. Ο α. είναι νυκτόβιο ζώο. Το δειλινό βγαίνει vα αναζητήσει την τροφή του, που αποτελείται κυρίως από έντομα, μεγάλες προνύμφες, σκουλήκια, σαλιγκάρια και μικρά σπονδυλωτά· του αρέσει πάρα πολύ το μέλι ενώ δεν περιφρονεί τις ρίζες και τους καρπούς. Κατά το τέλος του φθινοπώρου ο α. αποσύρεται στη φωλιά του όπου περνά τον χειμώνα, κατά την διάρκεια του οποίου κοιμάται σχεδόν συνεχώς. Ύστερα από εγκυμοσύνη περίπου 45 ημερών, τον Φεβρουάριο ήΜάρτιο γεννά 3-5 μικρά που γίνονται ώριμα άτομα σε δύο χρόνια. Τον α. τον κυνηγούν για το νόστιμο κρέας του, το δέρμα του και το τρίχωμα της ουράς του, που χρησιμεύει στην κατασκευή μαλακών πινέλων ζωγραφικής. Ένα είδος όμοιο με τον κοινό α., λίγο μικρότερο, είναι ο τρόχος ο αμερικανικός που με διάφορα υποείδη είναι ευρύτατα διαδεδομένος στη Βόρεια Αμερική. Ο α. ονομάζεται και τρόχος. Τρόχος ο αμερικανικός, είδος όμοιο με τον ευρασιατικό ασβό, αλλά πιο μικρό (μήκος 60 εκ.) είναι ευρύτατα διαδεδομένος στη Βόρεια Αμερική. Ο ασβός, ζώο της οικογένειας των μουστελιδών, μήκους (με την ουρά) 80 εκ., ζει στα ορεινά δάση της Ευρασίας (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασβός — ο ζώο θηλαστικό γνωστότερο ως τροχός, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …   Dictionary of Greek

  • ελειός — ο (Α ἑλειός και ἐλειός) ο ασβός αρχ. 1. είδος μυωξού 2. είδος σαύρας 3. σκουλήκι ξύλων 4. σκίουρος …   Dictionary of Greek

  • σκυλόασβος — και σκυλοασβός, ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού ασβού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ασβός] …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”